ψυγώ

ψυγώ
-έω, ΜΑ
μσν.
(αμτβ.) μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι («ἀγάπη... ἡ πρὸς θεὸν ψυγήσασα», Ησ. Μιλ.)
αρχ.
(για πρόσ.) επιζητώ αναψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. ψύχω (ΙΙ) «παγώνω», κατά τα συνηρημένα σε -έω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψύγω — ΜΑ (μτγν τ.) βλ. ψύχω (II) …   Dictionary of Greek

  • ημιψυγής — ἡμιψυγής, ές (AM) μισοκρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψύγω / ψύχω] …   Dictionary of Greek

  • ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”